- ανανεούμαι
- ἀνανεοῡμαι (-έομαι) (Α)βλ. ανανεώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνανεοῦμαι — ἀνανεόομαι renew pres ind mp 1st sg ἀνανεόομαι renew pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανανεώνω — (Μ ἀνανεώνω) και ἀνανεῶ ( όω) (Α ἀνανεῶ) (Ν και ανανιώνω, Α ἀνανεοῡμαι, όομαι) κάνω κάτι πάλι νέο, τού ξαναδίνω ισχύ, τό επαναλαμβάνω εκ νέου νεοελλ. 1. κάνω κάτι πάλι καινούργιο, τό παρουσιάζω με βελτιωμένη μορφή, φρεσκάρω 2. αντικαθιστώ κάτι… … Dictionary of Greek
ανανέωση — (Νομ.).Σημαίνει σύμβαση με την οποία καταργείται μία ενοχή και στη θέση της εισάγεται μια νέα. Μπορεί να αλλάζει και ένα από τα πρόσωπα των αρχικών συμβαλλομένων, μπορεί και όχι. Για να είναι η α. ισχυρή, πρέπει να έχει κάποιον σκοπό που να… … Dictionary of Greek
ανανεωτής — ο (Α ἀνανεωτής) αυτός που επιφέρει ανανέωση, ο ανακαινιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνανεοῦμαι. ΠΑΡ. ανανεωτικός] … Dictionary of Greek
συνανανεούμαι — όομαι, Α [ἀνανεοῡμαι] ανανεώνω επίσης κάτι μαζί με κάτι άλλο … Dictionary of Greek